- συμπέρθω
- Αεκπορθώ μαζί με άλλον, καταστρέφω μαζί με άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πέρθω «ερημώνω, αφανίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπέρσειεν — συμπέρθω destroy with aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέπραθε — συμπέρθω destroy with aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)